ξεροκόμματο — το 1. το ξερό κομμάτι ψωμιού. 2. στον πληθ., ξεροκόμματα περισσέματα του τραπεζιού. 3. μτφ., η χαμηλή αμοιβή εργασίας: Δουλεύει για ένα ξεροκόμματο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοθρής — ο, θηλ. κορθού 1. αυτός που ζητιανεύει ξεροκόμματα, ζητιάνος, ψωμοζήτης 2. ευτελής συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί «ξεροκόμματο»] … Dictionary of Greek
κοψίχη — κοψίχη, ἡ (AM) ξεροκόμματο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + ψίχη, μεταπλασμένος τ. τού ψιξ, χός «κομμάτι ψωμιού»] … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek